ἀποκλήρων

ἀποκλήρων
ἀπόκληρος
without lot
masc/fem/neut gen pl
ἀ̱ποκλήρων , ἀποκληρόω
choose by lot from
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱ποκλήρων , ἀποκληρόω
choose by lot from
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀποκληρόω
choose by lot from
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀποκληρόω
choose by lot from
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀποκληρόω
choose by lot from
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀποκληρόω
choose by lot from
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποκληρῶν — ἀποκληρόω choose by lot from pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀποκληρόω choose by lot from pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀποκληρόω choose by lot from pres part act masc nom sg ἀποκληρόω choose by lot from pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • отъмещемыи — (2*) прич. страд. наст. 1.Лишаемый, отстраняемый. В роли с.: Грань •л͠г• ѡ ѿмещемыхъ ѿ наслѣдьѧ. (περὶ ἀποκλήρων) КР 1284, 309а. 2. Недействительный, не имеющий законной силы: Не тверди же и ѿмещеми завѣти. четырми ѡбразы бываю(т). Перьвыи ѡбразъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • βουντού — (voodoo). Θρησκεία της Καραϊβικής, στην Κεντρική Αμερική, που προήλθε από τους μαύρους της Αϊτής και πήρε στοιχεία από τους απογόνους των δούλων που μεταφέρθηκαν από την Αφρική κατά τους αποικιακούς χρόνους. Β. στη γλώσσα του Μπενίν (δυτικές… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρκι, Μαξίμ — (Maksim Gorky, Νίζνι Νόβγκοροντ 1868 – Μόσχα 1936). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ. Ήταν γόνος οικογένειας βιοτεχνών. Έχασε μικρός τους γονείς του και έζησε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των γονιών της μητέρας …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Πουγκατσόφ, Εμέλιαν Ιβάνοβιτς — (; 1742 – Mόσχα 1775). Ρώσος λαϊκός ηγέτης. Υπηρέτησε στον αυτοκρατορικό στρατό (1771 73). Το επόμενο έτος προκάλεσε την εξέγερση μιας στρατιάς κοζάκων, η οποία, υποστηριζόμενη κυρίως από εργάτες και αγρότες κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”